φαλαγγῖτις

φαλαγγῖτις
φαλαγγῖτις
soldier in a phalanx
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φαλαγγῖτιν — φαλαγγῖτις soldier in a phalanx fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίτιδα — (ΑΜ ῑτις) κατάλ. θηλ. ουσ. τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. τις ( ι τις), που σχηματίστηκε κατά την κατάλ. αρσενικών ίτης*. Τα ουσ. σε ιτις στην Αρχαία Ελληνική δεν χρησιμοποιούνταν μόνο ως θηλ. αντίστοιχων αρσενικών σε ίτης (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • φαλαγγίτης — ο, ΝΑ, θηλ. φαλαγγίτισσα Ν, θηλ. φαλαγγῑτις, ίτιδος, Α στρατιώτης φάλαγγας νεοελλ. 1. απόμαχος τού τακτικού στρατού τής Ελληνικής Επανάστασης τού 1821 2. μέλος τής δεύτερης βαθμίδας τής λεγόμενης Εθνικής Οργάνωσης τού δικτατορικού καθεστώτος τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”